- .ήσομαι
- ἥσομαι , ἥδομαιswad-aor subj mid 1st sg (epic)ἥσομαι , ἵημιJa-c-iofut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἥσομαι — ἥδομαι swad aor subj mid 1st sg (epic) ἵημι Ja c io fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
συντακής — ές, Α ασθματικός ή φυματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντακ τού ρ. συντήκομαι «εξαφανίζομαι, διαλύομαι», πρβλ. μέλλ. συντακ ήσομαι (πρβλ. ψυχο τακής)] … Dictionary of Greek
ἰήσομαι — ἰάομαι j aor subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἰάομαι j fut ind mp 1st sg (attic ionic) ἰ̱ήσομαι , ἰάομαι j futperf ind mp 1st sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)